- ιππαπαί
- ἱππαπαῑ (Α)κραυγή τών ιππέων («ἀνεβρύαξαν, ἱππαπαῑ τίς ἐμβαλεῑ;», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη στην κωμωδία Ίππῆς, κατά το ρυππαπαῑ, κραυγή τών κωπηλατών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱππαπαῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαπαί — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυππαπαί — και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α 1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ ἀλλ ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῑν», Αριστοφ.) 2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑ το πλήρωμα πλοίου.… … Dictionary of Greek